- ευρύθερμος
- -η, -οβιολ. ο ικανός να ζει σε μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eurytherm < eury- (πρβλ. ευρυ-*) + -therm (πρβλ. θερμός·)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευρύοικος — Οργανισμός του οποίου η ανθεκτικότητα στις αλλαγές του περιβάλλοντος και η προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες είναι μεγάλη. Ο όρος αυτός μπορεί να γίνει ακόμα ειδικότερος και να αφορά τη θερμοκρασία (ευρύθερμος, στενόθερμος) … Dictionary of Greek